- ενδοσπέρμιο
- Τμήμα του σπέρματος των αγγειοσπέρμων φυτών, που συνοδεύει ή περιέχει το έμβρυο. Είναι αποταμιευτικός ιστός και προέρχεται από την τριπλή διαίρεση του πυρήνα του ωαρίου. Πολλές φορές το ε. αποδιοργανώνεται πριν το σπέρμα ωριμάσει. Στην περίπτωση αυτή, οι αποταμιευμένες ουσίες μεταφέρονται σε κάποιο άλλο τμήμα του σπέρματος. Στα μπιζέλια, στα φασόλια ή στα φιστίκια οι ουσίες αυτές αποθηκεύονται κυρίως στις μεγάλες κοτυληδόνες. Σε ορισμένα φυτά, σχηματίζεται ένας άλλος αποταμιευτικός ιστός, το περισπέρμιο, με δομή παρόμοια εκείνης του ε. Το περισπέρμιο, ωστόσο, προέρχεται από τον σπερματικό πυρήνα που περιβάλλει τον εμβρυόσακο και όχι από τον ίδιο τον εμβρυόσακο. Στα γυμνόσπερμα που δεν έχουν τυπικό ε., το μέρος του σπέρματος που ονομάζεται έτσι είναι στην πραγματικότητα το σώμα του θηλυκού γαμετόφυτου. Τα υλικά που αποθηκεύονται στο ε. είναι πρωτεΐνες, υδατάνθρακες και λίπη, σε αναλογία που ποικίλλει ανάλογα με το είδος.
Τα καλύτερα συστατικά του κόκκου του ρυζιού, όπως πολλές βιταμίνες της ομάδας Β, είναι συγκεντρωμένα στα εξωτερικά στρώματα και στο αμυλώδες ενδοσπέρμιό του.
Τα καλύτερα συστατικά του κόκκου του ρυζιού, όπως πολλές βιταμίνες της ομάδας Β, είναι συγκεντρωμένα στα εξωτερικά στρώματα και στο αμυλώδες ενδοσπέρμιό του.
* * *και ενδόσπερμο, τοο θρεπτικός ιστός τού σπέρματος που χρησιμεύει για διατροφή τού εμβρύου κατά τη βλάστηση.
Dictionary of Greek. 2013.